- αλωαίος
- ἁλωαῖος, -α, -ον (Α) [ἅλως]1. αυτός που ανήκει στο αλώνι2. το θηλ. ἁλωαίη, ως επίθ. τής Δήμητρος που προστατεύει τη συγκομιδή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αλωάς — Ἁλωὰς ( άδος) και Ἁλωὶς ( ίδος), η (Α) [ἅλως] (ως επίθ. τής Δήμητρος) αυτή που προστατεύει τα αλώνια στη γεωργία (βλ. και αλωαίος) … Dictionary of Greek
άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… … Dictionary of Greek